σπείσασα

σπείσασα
σπείσᾱσα , σπένδω
make a drink-offering
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”